Ἀπατουρία

Ἀπατουρία
Ἀπᾰτουρία, , title of Aphrodite at Troezen, Paus.2.33.1:—also [full] Ἀπατούρη IPE2.28 ([place name] Panticapaeum); [full] Ἀπατουριάς ib.352 ([place name] Phanagoria):—also [full] Ἀπάτουρον (leg. -ούριον) τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἱερόν, at Phanagoria, Str.11.2.10. (ἀ- copul., πατήρ, cf. ὁμοπάτορες.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀπατουρία — Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατούριος fem nom/voc/acc dual Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατούριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατουρία fem nom/voc/acc dual Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατουρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατουρίᾳ — Ἀπατουρίᾱͅ , Ἀπατούριος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱͅ , Ἀπατουρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατούρια — the Apaturia neut nom/voc/acc pl Ἀπατούριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απατούρια — Αρχαία τριήμερη γιορτή τωνιωνικών πόλεων. Εκτός από την Έφεσο και την Κολοφώνα, όλες οι άλλες ιωνικές πόλεις, και η Αθήνα, γιόρταζαν τα Α. με μεγάλη λαμπρότητα. Δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες, εφόσον είχε δοθεί θρησκευτικό χρώμα στη γιορτή …   Dictionary of Greek

  • Ἀπατουρίας — Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПАТУРИИ —    • Άπατούρια, τα,          (от α=αμα и πατóρια, сходка фраторов), греческое и особенно ионийское празднество, при котором граждане представляли своих детей своим фраторам и вносили в списки фратрий. В Афинах этот праздник совершался в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀπατουρίοις — Ἀπατούρια the Apaturia neut dat pl Ἀπατούριος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατουρίου — Ἀπατούρια the Apaturia neut gen sg Ἀπατούριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατουρίων — Ἀπατούρια the Apaturia neut gen pl Ἀπατούριος fem gen pl Ἀπατούριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατουρίῳ — Ἀπατούρια the Apaturia neut dat sg Ἀπατούριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπατούριον — Ἀπατούρια the Apaturia neut nom/voc/acc sg Ἀπατούριος masc acc sg Ἀπατούριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”